Λίγα λόγια για το σαράκι

Σαράκια αποκαλούμε όλα εκείνα τα ξυλοφάγα έντομα που ανήκουν στην τάξη των Κολεοπτέρων τα οποία τρέφονται με ακατέργαστο και κατεργασμένο ξύλο προξενώντας σημαντικές οικονομικές ζημιές. Οι προνύμφες των εντόμων τρέφονται με ξύλο δημιουργώντας στοές μειώνοντας την οικονομική του αξία και παράλληλα την μηχανική αντοχή και στήριξη των προσβεβλημένων ξύλινων κατασκευών. Τα σαράκια αποτελούν τον σημαντικότερο εχθρό των ακατέργαστων και κατεργασμένων ξύλων που προορίζονται για οικοδομικά έργα (στέγες, πατώματα), επιπλοποιία, έργα τέχνης κ.λ.π. Η διαπίστωση της προσβολής από σαράκι συνήθως λαμβάνει χώρα είτε από την παρουσία οπών στα ξύλα και λευκής σκόνης (πούδρα) η οποία εξέρχεται από αυτές, είτε από τον χαρακτηριστικό θόρυβο που παράγουν τα σαράκια κατά την δραστηριότητα τους. Συνήθως για την ταυτοποίηση του είδους του εντόμου που αντιμετωπίζουμε εξετάζουμε το μέγεθος και το σχήμα των οπών, την κοκκομετρία του πριονιδιού και φυσικά το είδος του ξύλου, την ηλικία του και την προέλευση του.

Τα συνηθέστερα απαντώμενα σαράκια είναι:

Hylotrυpes bajulus: το πιο κοινό σαράκι της οικογένειας Cerambycidae. Προτιμά μαλακή ξυλεία με χαμηλή περιεκτικότητα σε υγρασία, όπως πεύκο και έλατο. Προσβάλλει αποκλειστικά το σομφό ξύλο και δημιουργεί ελλειψοειδείς οπές εξόδου διαμέτρου 6-10 mm.

Anobium punctatum: το κοινό σαράκι. Είναι έντομο επίπλων με ιδιαίτερη προτίμηση σε εκείνα που βρίσκονται σε υπόγεια ή σοφίτες όπου επικρατεί υψηλή σχετική υγρασία. Προτίμα σκληρό και μαλακό ξύλο ενώ οι οπές εξόδου είναι διάσπαρτες, κυκλικές διαμέτρου 1,6-3mm και υπάρχει παρουσία λευκής λεπτής σκόνης (πούδρα).

Anobium punctatum

Bostrychus capucinus: Το σαράκι αυτό προτιμά περισσότερο το σκληρό και λιγότερο το μαλακό ξύλο. Οπές εξόδου διάσπαρτες, κυκλικές διαμέτρου 2,5-7mm, λεπτή έως αδρή σκόνη, πολύ πιεσμένη και συμπαγής.

        Bostrychus capucinus

Lyctus brunneus:  Είναι το πιο συχνά απαντώμενο σαράκι. Προτίμα το σκληρό ξύλο καθώς και ξυλεία με προέλευση απο τροπικές χώρες. Σχηματίζει οπές εξόδου διάσπαρτες, κυκλικές διαμέτρου 0,8-1,6mm συνοδευόμενες από άφθονο πριονίδι, λεπτό και αλευρώδες.

Lyctus brunneus

Αντιμετώπιση σαρακιών

Υποκαπνισμός (Fumigation)

Ο υποκαπνισμός είναι μια πολύ εξειδικευμένη εφαρμογή, η οποία χρησιμοποιείται για  την αντιμετώπιση προσβολών απο ξυλοφάγα έντομα. Ο υποκαπνισμος πραγματοποιείται όταν άλλες μέθοδοι καταστολής δεν είναι αποτελεσματικές, όμως πάντοτε υπό συνθήκες. Το υποκαπνιστικό σκεύασμα (fumigant) που χρησιμοποιείται είναι η φωσφίνη (PH3) ή φωστοξίνη, μια χημική ουσία η οποία δρα σε μορφή αερίου με άριστη διεισδυτικότητα και υπό συγκεκριμένες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης γίνεται θανατηφόρα για έντομα. Στην κατάλληλη συγκέντρωση έχει την ιδιότητα να διαπερνά την μάζα του ξύλου (ξύλινα πατώματα, κάσες, έπιπλα, οροφές κτλ), επιφέροντας τον θάνατο σε όλα τα στάδια του βιολογικού κύκλου των ξυλοφάγων εντόμων (αυγό-προνύμφη-νύμφη-τέλειο). Η εφαρμογή υποκαπνισμού απαγορεύεται αυστηρά σε κτήρια τα οποία εφάπτονται με άλλα. Για την εφαρμογή απαιτείται η στεγανοποίηση του σπιτιού εξωτερικά προκειμένου να μην διαφύγει το αέριο, η κάλυψη του οικιακού εξοπλισμού που αποτελείται από χαλκό, χρυσό, ασήμι και μπρούτζο ή και κράματα του προς αποφυγή οξειδώσεως (οικοσκευή, πριζοδιακόπτες, κοσμήματα, φωτιστικά κλπ.) αν δεν δύναται να απομακρυνθεί, με πλαστικό κάλυμμα πολλαπλών στρώσεων (multilayer 5 ή 7 στρώσεων). Σε περιπτώσεις μεμονωμένων προσβολών σε συγκεκριμένα ξύλινα αντικείμενα, προτείνεται η μεταχείριση τους με φωσφίνη σε ελεγχόμενο περιβάλλον εκτός οικίας. Ο χρόνος έκθεσης στο υποκαπνιστικό αέριο κυμαίνεται από 5 έως 7 ημέρες, περίοδος κατά την οποία ο χώρος σφραγίζεται και σημαίνεται καταλλήλως προς αποφυγή δυστυχημάτων. Μετά το πέρας των 7 ημερών μετράται η συγκέντρωση του υποκαπνιστικού αερίου εντός του χώρου εφαρμογής προκειμένου να εξασφαλιστεί  η μή διαφυγή του αερίου, γεγονός που μας εξασφαλίζει μια επιτυχημένη εφαρμογή. Κατόπιν ο χώρος αερίζεται επαρκώς και μπορεί να δοθεί προς χρήση χωρίς να υπάρχει καμία τοξικότητα και επικινδυνότητα μιας και η υπολειμματική δράση των υποκαπνιστικών είναι μηδενική.

Σύμφωνα με την νομοθεσία, η εφαρμογή του υποκαπνισμού επιτρέπεται μόνο από Γεωπόνους ή Χημικούς ανώτατης εκπαίδευσης με σχετική άδεια από το Υπ.Α.Α.Τ. (Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων).